μαντάρισμα

μαντάρισμα
το [μαντάρω]
η επιδιόρθωση φθαρμένων ειδών ιματισμού με κλωστή και κυρίως η αντικατάσταση φθαρμένων νημάτων με νέα νήματα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μαντάρισμα — το (λ. ιταλ.), η επιδιόρθωση, το καρίκωμα: Το μαντάρισμα της κάλτσας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καρίκωμα — το [καρικώνω] μαντάρισμα*, επιδιόρθωση φθαρμένου σημείου τού υφάσματος …   Dictionary of Greek

  • μπαντάρισμα — το επίδεση τραύματος ή πληγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπαντάρω, κατά τα ουδ. σε ισμα (πρβλ. μαντάρω: μαντάρισμα)] …   Dictionary of Greek

  • ορούντισμα — και ρούντισμα, το [ορουντίζω] τεχνικό ράψιμο ενός σχισμένου υφάσματος με τρόπο που να μη διακρίνεται εύκολα, καρίκωμα, μαντάρισμα …   Dictionary of Greek

  • αμαντάριστος — η, ο (λ. ιταλ.), αυτός που δεν επιδιορθώθηκε με μαντάρισμα: Το σακάκι στεκόταν πάντα αμαντάριστο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”